ζάγδα

ζάγδα
ζάγδα, ἡ (Μ)
ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. jacto «ρίχνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζάγδαρος — ζάγδαρος, ὁ (Μ) [ζάγδα] ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης με ζάγδα*, ακοντιστής …   Dictionary of Greek

  • πάλλικες — Οι νέοι που υπηρετούσαν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες στο Βυζάντιο. Αργότερα οι π. λέγονται παίδες. Όλοι οι μισθωτοί αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν, με έξοδά τους, στην υπηρεσία τους έναν π. Οι απορότεροι στρατιώτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”